- αεροβόλος
- -ο1. εκείνος που εκτοξεύει κάτι με την ενέργεια πεπιεσμένου αέρα2. το ουδ. ως ουσ. το αεροβόλο (ενν. όπλο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροβόλος — αεροβόλος, ο ουδ. ο (για όπλα), αυτός που εκτοξεύει το βλήμα με την ενέργεια πιεσμένου αέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεριοβόλος — ο 1. (για συσκευές ή μηχανήματα) αυτός που εκτοξεύει αέρια συχνά χρησιμοποιείται η λ. αντί τού χαρακτηρισμού αεροβόλος* 2. το ουδ. ως ουσ. το αεριοβόλο όπλο που χρησιμοποιεί αέριο αντί αέρα για την εκτόξευση τού βλήματος (βλ. αεροβόλο όπλο) … Dictionary of Greek